Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζη-Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιοΐ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ ἀγᾶ τῆς πόλεως, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσουμάνογλου καὶ ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Τούρκους. Σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τακτοποίηση διαφόρων ὑποθέσεων στὴ Μαγνησία. Εἰσερχόμενος στὴν πόλη φοροῦσε τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ φέσι στὴν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τὸν γνώριζαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν προσήγαγαν στὸν δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καὶ προτιθέμενος νὰ τὸ πράξει φόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τὰ τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ τὸ φέσι. Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξει καὶ νὰ μὴν γίνει σὲ ἐμένα ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Ἐγὼ τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φοράω μὲ δική σας ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καὶ δουλευτὴς δικός σας». Ὁ δικαστὴς τότε διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ ὅταν διαπίστωσε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν πολύ. Μετὰ τὴν μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη μαστίγωση, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ χαίροντας γιὰ τὰ παθήματά του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, τὸ ἔτος 1769.






Back

PayPal