Παραδόσεις των Χριστουγέννων

Χριστούγεννα αποτελούν την κεντρική γιορτή του κύκλου του χρόνου για τους Σέρβους. Οι ορθόδοξοι Σέρβοι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο, στις 7 Ιανουαρίου. Η παραμονή τον Χριστουγέννον ονομάζεται στα σέρβικα Бадњи дан (Μπάντνι νταν) και εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου. Η ονομασία Μπάντνι νταν προέρχεται από το δέντρο бадњак (μπάντνιακ) το οποίο κόβουν και καίνε εκείνη την ημέρα. Η παραμονή των Χριστουγέννων είναι γεμάτη από έθιμα και συμβολισμούς συνυφασμένα με οικογενειακές λατρείες, αλλά και με τη λατρεία της εστίας. Το κάψιμο του μπάντνιακ αποτελεί κεντρικό στοιχείο του υμβολισμού, καθώς συνδέεται με τη γέννηση του νέου Ήλιου, επειδή τα ριστούγεννα εορτάζονται αμέσως μετά από το χειμερινό ηλιοστάσιο. Στην Ελλάδα την παραμονή των Χριστουγέννων συνήθιζαν να καίνε ένα ή ερισσότερα ξύλα στην εστία, τα οποία έπρεπε να συνεχίσουν να καίγονται μέχρι τα Θεοφάνια.

Oj badnjace

Oj, badnjače badnjače, ti naš stari rođače,
Dobro si nam došao i u kuću ušao
Mili srpski badnjače, ti naš stari rođače,
Badnjače, badnjače, rođače, rođače.

Donosiš nam mnogo srećem, svakog dobra pune vreće.
Ti nam Hrista objavljuješ, Njega slaviš i kazuješ;
Mili srpski badnjače, ti naš stari rođače,
Badnjače, badnjače, rođače, rođače.

Kolko, kolko varnica, tolko, tolko srećica
I toliko ovaca, i toliko jaganjaca;
Mili srpski badnjače, ti naš stari rođače,
Badnjače, badnjače, rođače, rođače.

Hristos nam se rodio, u pećinu spustio
Da svud ljubav posije i ozeble ogrije;
Mili srpski badnjače, ti naš stari rođače,
Badnjače, badnjače, rođače, rođače.

Στους Σέρβους η γιορτή αυτή περιλάμβανε πολλές τελετές και λαϊκά έθιμα, διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή. Ο κεντρικός ρόλος του στοιχείου της φωτιάς συναντάται στο τελετουργικό κάψιμο της δρυός (βελανιδιάς), του χριστουγεννιάτικου δέντρου των Σέρβων. Αυτό το έθιμο είναι γνωστό και σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, όμως, έχει οδηγήσει σε κοινωνικές αλλαγές που επέδρασαν και στα έθιμα. Έτσι, παραδείγματος χάριν, στη Σερβία η καύση της δρυός, που γινόταν παλιά στην εστία του σπιτιού, μεταφέρθηκε σε δημόσια μέρη, σε αυλές εκκλησιών και πλατείες.

Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, πριν από την ανατολή του ηλίου, ο νοικοκύρης με μερικά αντρικά μέλη της οικογένειας πηγαίνει στο δάσος για να κόψει το μπάντνιακ. Η ομάδα αναγγέλλει το ξεκίνημά της με βολές από πυροβόλα όπλα.

Συνήθως το μπάντνιακ είναι δρυς. Σπάνια χρησιμοποιούν κάπιο άλλο είδος δέντρου. Στην ανατολική Σερβία αυτό μπορεί να είναι οξιά, αχλαδιά, κυδωνιά ή δαμασκηνιά5. Στα παραθαλάσσια μέρη του Μαυροβουνίου, όπου δεν υπάρχει δρυς, χρησιμοποιούν ελιά, δάφνη, φτελιά ή κουμαριά. Επιλέγουν δέντρο νέο και ίσιο. Σε κάποια μέρη συνηθίζουν να κόβουν πάνω από ένα μπάντνιακ για το νοικοκυριό τους, δύο, τρία ή τόσα όσα και οι άντρες που υπάρχουν στο σπίτι συν ένα για την ευημερία. Σε ορισμένα μέρη κόβουν και μία μπαντνιάτσιτσα (бадњачица) για τη νοικοκυρά. Σε κάποια μέρη έχουν και ένα τρίτο δέντρο, το λεγόμενο μπαντνιάτσιτς (бадњачић), δηλαδή μικρό μπάντνιακ.

Όταν ο νοικοκύρης βρίσκει το κατάλληλο δέντρο, στέκεται μπροστά του κοιτάζοντας προς την ανατολή. Το χαιρετάει και του εύχεται για τη γιορτή λέγοντάς του: «Καλημέρα και χρόνια σου πολλά!». Κάνει τον σταυρό του και προσεύχεται για να φέρει υγεία και ευτυχία στην οικογένεια, και ασπάζεται το δέντρο. Μερικές από αυτές τις διαδικασίες μπορούν να παραλειφθούν, ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες. Μετά ραίνουν το δέντρο με σιτάρι. Σε κάποια μέρη του προσφέρουν άρτο ειδικά
ετοιμασμένο για αυτό. Αλλού δεν επιτρέπεται να αγγίξουν το μπάντνιακ με γυμνά χέρια, γι’ αυτό ο άνθρωπος ο οποίος το κόβει πρέπει να φοράει γάντια. Το δέντρο κόβεται από την ανατολική πλευρά ώστε να πέσει προς την ανατολή. Για να «μην
ταλαιπωρείται το δέντρο», πρέπει να κοπεί με ένα ή το πολύ με τρία χτυπήματα.

Το μπάντνιακ πρέπει να έχει τέτοιο μήκος ώστε να μπορούν να το κουβαλάνε στους ώμους και να μην είναι πάνω από 2,5 μέτρα. Σε κάποια μέρη της ανατολικής Σερβίας και του Κοσόβου, γύρω από το μπάντνιακ βάζουν ένα αντρικό πουκάμισο. Στην
περιοχές Ρέσαβα, Λέβατς, Τέμνιτς, Γιάνταρ, στη Ρομάνια και στο Όζρεν κόβουν το μπάντνιακ σε αντρικό, γυναικείο και παιδικό κομμάτι.

Όταν ο νοικοκύρης επιστρέψει από το δάσος με το τα μπάντνιακ, τα ακουμπάει στον τοίχο του σπιτιού. Το βράδυ ο νοικοκύρης ή κάποιος άλλος ενήλικος άντρας μεταφέρει το μπάντνιακ μέσα στο σπίτι. Αν υπάρχουν πάνω από ένα μπάντνιακ,
κυριότερο θεωρείται το πιο χοντρό, και γι’αυτό το μεταφέρουν πρώτο. Ο άντρας ο οποίος φέρνει το μπάντνιακ μπαίνει μέσα στο σπίτι με το δεξί του πόδι χαιρετώντας όλους όσοι είναι μέσα: «Καλησπέρα και χρόνια σας πολλά!», ενώ όσοι είναι
μέσα τού αντεύχονται: «Ο Θεός να σου δώσει κάθε καλό και να έχεις ευτυχία!» ή κάτι παρόμοιο. Η νοικοκυρά τότε ραίνει τον νοικοκύρη και το μπάντνιακ με σιτάρι από τη σίτα. Έπειτα τοποθετούν το μπάντνιακ στη φωτιά και το σπρώχνουν λίγο μπροστά για να έρθει ευημερία στο νοικοκυριό.

Αν υπάρχουν και άλλα μπάντνιακ, μπορούν να τα φέρουν μέσα και οι άλλοι άντρες του σπιτιού, τοποθετώντας τα παράλληλα ή κάθετα σχετικά το πρώτο. Το μπάντνιακ και την μπαντνιάτσιτσα τοποθετούν σταυρωτά στην εστία.

Στη Σερβία σε ορισμένα μέρη κατά τις τελετουργίες αυτές βάζουν σε αυτά τα δέντρα μέλι και οι άντρες ασπάζονται το μπάντνιακ, ενώ οι γυναίκες την μπαντνιάτσιτσα.

Στην Μπουκόβιτσα τοποθετούν παράλληλα δύο χοντρά δέντρα, ενώ πάνω τους βάζουν και ένα λεπτό, σχηματίζοντας έτσι τη λεγόμενη τριάδα. Στο δέντρο που βρισκόταν στην εστία συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κάποιο υπερφυσικό, θεϊκό ον. Το στόλιζαν, το ασπάζονταν, του πρόσφεραν δώρα.

Αμέσως μετά την είσοδο του μπάντνιακ (σε ορισμένα μέρη, πριν) έβαζαν το άχυρο στο πάτωμα. Πάνω από το άχυρο έστρωναν τραπεζομάντιλο, αφού την παραμονή των Χριστουγέννων έτρωγαν στο πάτωμα. Ο νοικοκύρης έκανε την εξής πρόποση: «Να είσαι ρός, μπάντνιακ, χαρούμενος, εγώ σου δίνω σιτάρι και κρασί και εσύ να μου δώσεις πλούσια ελέη (ευλογημένα αγαθά) και ειρήνη!» ή κάτι παρόμοιο. Η οικογένεια τότε άρχιζε το δείπνο, το οποίο περιλάμβανε παραδοσιακά εδέσματα με φασόλια, ψάρι, καρύδια και μέλι, κόκκινο κρασί και τον άρτο του μπάντνιακ, δηλαδή ένα στρογγυλό άζυμο ψωμί το οποίο απαγορευόταν να κόβουν με το μαχαίρι, αλλά μόνο με τα χέρια.

Polozajnik

Όλο το χρονικό διάστημα που καιγόταν το ξύλο, όλοι στο σπίτι έπρεπε να μένουν άγρυπνοι. Υποθέτουν ότι το δέντρο ονομάστηκε μπάντνιακ λόγω της αγρύπνιας αυτής, διότι η αγρύπνια ονομάζεται στη σέρβικη γλώσσα бдење (μπντένιε). Το μπάντνιακ ήταν ξύλο/δέντρο δίπλα στο οποίο έπρεπε κάποιος να бди δηλ. να μένει άγρυπνος. Γ ια τη συμπεριφορά προς το μπάντνιακ ίσχυαν συγκεκριμένοι κανόνες. Ήταν αμαρτία να περάσουν από πάνω του ή να το πατήσουν, ενώ απαγορευόταν να δυναμώσουν τη φωτιά του φυσώντας την. Δεν ήταν καλό να κοιμηθεί κανείς μέχρι να καεί το μπάντνιακ, επειδή μπορεί να πέθαινε ξαφνικά κάποιος από τους οικείους του το επόμενο έτος. Τη φωτιά του μπάντνιακ την κρατάνε και τα Χριστούγεννα.

Μεγάλη σημασία δίνουν στην πρώτη επίσκεψη την οποία δέχεται η οικογένεια τα Χριστούγεννα. Τον πρώτο επισκέπτη, ανάλογα με την περιοχή, τον ονομάζουν πόλαζνικ (полазник), πόλοζαγινικ (положајник) ή ράντοβαν (радован). Αυτός ο επισκέπτης μπαίνει το πρωί στο σπίτι με το δεξί του πόδι χαιρετώντας τους οικείους: «Χριστός ετέχθη και καλά σας Χριστούγεννα!», και εκείνοι αντεύχονται: «Αληθώς ετέχθη!». Ο πόλαζνικ πάει στην εστία, παίρνει την τσιμπίδα ή κλαδιά και χτυπάει το μπάντνιακ που καίγεται, λέγοντας:

Όσες σπίθες, τόση ευτυχία σ’ αυτό το σπίτι.
Όσες σπίθες, τόσα λεφτά στη τσέπη του νοικοκύρη.
Όσες σπίθες, τόσα πρόβατα στο μαντρί.
Όσες σπίθες, τόσα γουρουνόπουλα και αρνιά.
Όσες σπίθες, τόσες χήνες και κοτόπουλα,
και περισσότερο απ’ όλα υγεία και χαρά.

Τα λόγια μπορεί να διαφέρουν, αλλά το νόημα παραμένει το ίδιο, εύχονται δηλαδή υγεία και ευημερία. Ο πόλαζνικ στη συνέχεια αφήνει την τσιμπίδα, σπρώχνει λίγο μπροστά το μπάντνιακ για καλή τύχη και ρίχνει ένα μεταλλικό νόμισμα στη φωτιά.

Το έθιμο συμφωνά με το οποίο έφερναν ως πόλαζνικ μέσα στο σπίτι ένα κατοικίδιο ζώο κράτησε έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Η παράδοση της καύσης του μπάντνιακ στη σπιτική εστία μεταφέρθηκε σε δημόσιους χώρους κατά την εποχή του Βασιλείου της Σερβίας. Αυτή την τελετή τελούσαν αρχικά στους στρατώνες, προς χάρη των στρατιωτών οι οποίοι θα παρέμεναν μέσα κατά τα Χριστούγεννενα, ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να βιώσουν τη γιορτινή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ο αριθμός των κρατικών ιδρυμάτων, ιδιωτικών εταιρειών, καθώς και οργανώσεων και συλλόγων που παρακολουθούσαν το στρατιωτικό μπάντνιακ αυξανόταν χρόνο με το χρόνο και έτσι αυτή η εκδήλωση σταδιακά εξελίχθηκε σε λαϊκή γιορτή. Κατά τη δεκαετία του 1930, η καύση του μπάντνιακ έγινε τελετή της Αυλής. Την τελούσαν εκπρόσωποι του στρατού στην αίθουσα της Βασιλικής Αυλής όπου υπήρχε η εστία, με την παρουσία της βασιλικής οικογένειας ως νοικοκύρηδων. Πρός τα τέλη της δεκαετίας του 1930, σε κάποια μέρη του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (αρχικά στη Βοϊβοντίνα και στο Μαυροβούνιο) άρχισαν να καίγονται τα μπάντνιακ στις πλατείες ή στα σταυροδρόμια, αντί στους στρατώνες. Στην τελετή της καύσης πρωτοστατούσε ο ιερέας με τη συμμετοχή του στρατού και των πολιτών. Αυτή η παράδοση, η οποία συμβόλιζε την ενότητα του κράτους, της εκκλησίας και του λαού, διακόπηκε με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Στη Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία οι θρησκευτικές εκδηλώσεις ήταν απαγορευμένες σε δημόσιους χώρους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε η αναβίωση των εθίμων, πρώτα στις οικογένειες και κατόπιν στους δημόσιους χώρους. Ο σύγχρονος αστικός εορτασμός της παραμονής των Χριστουγέννων έχει αλλάξει μορφή και ταιριάζει πλέον με τον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Οι άνθρωποι στις πόλεις σήμερα δεν έχουν τη δυνατότητα να κόβουν μπάντνιακ στο δάσος ούτε έχουν πού να τοκάψουν. Όμως, έχουν διατηρηθεί κάποια άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της ημέρας, όπως είναι το νηστίσιμο αλλά πλούσιο δείπνο, το σύγχρονο μπάντνιακ, το οποίο αποτελείται σήμερα από λίγα κλαδιά δρυός, και λίγο άχυρο το οποίο δένουν με μια κόκκινη κλωστή. Τέτοιο είδος μπάντνιακ αγοράζουν σήμερα πια στις λαϊκές αγορές ή το λαμβάνουν μετά τον εσπερινό στην εκκλησία.

Το κάψιμο του μπάντνιακ γίνεται πλέον συμβολικά, καίγοντας λίγα φύλλα δρυός σε κάποιο κατάλληλο δοχείο.

Από την αρχή της δεκαετίας του 1990, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και οι τοπικές κοινότητες οργανώνουν τις δημόσιες εκδηλώσης για την παραμονή των Χριστουγέννων. Αυτή η τελετή αποτελείται από τρία βασικά μέρη: τις προετοιμασίες, την τελετή και το γλέντι. Κάθε εκδήλωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τα οποία εξαρτώνται από τα έθιμα της τοπικής κοινότητας. Σε αυτά τα γλέντια οι άνθρωποι που μαζεύονται γύρω από τη φωτιά πίνουν βρασμένη ρακή, κρασί ή τσάι, ενώ κάπου κάπου προσφέρουν και νηστίσιμα φαγητά. Πηγαίνοντας σπίτι, παίρνουν μαζί τους λίγα κλαδιά από το μπάντνιακ, τα οποία φυλάνε μέχρι την επόμενη παραμονή των Χριστουγέννων.

Σύμφωνα με τις δεισιδαιμονίες, η χρονιά θα είναι καρποφόρα εάν χιονίσει την ημέρα των Χριστουγέννων. Η βροχή ή η απότομη αύξηση της θερμοκρασίας αποτελούν κακό σημάδι. Εάν ξεκινήσεις κάτι μετά το γεύμα των Χριστουγέννων τότε θα έχεις εργατικότητα και επιτυχία ολόκληρο το επόμενο έτος.

Όπως όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, έτσι και οι Σέρβοι γνωρίζουν πολύ καλά την σημασία της τροφής στην καθημερινή ζωή. Ακόμα και αυτοί έχουν μία έκφραση: «Από το φαγητό του Αδάμ που έπεσε, και από την τροφή (ψωμί και κρασί) σωθήκαμε». Και αυτό, επειδή οι Σέρβοι δίνουν πολύ μεγάλη προσοχή στο φαγητό για τις γιορτές που έχουν. Το φαγητό είναι πικάντικο και δυνατό στην γεύση. Βασίζεται στο κρέας, πάντα χοιρινό, και είναι υποχρέωση. (Στην διάρκεια της Τουρκικής κατοχής, κάθε Τούρκος είχε το δικαίωμα να εισέρχεται σε ένα Σερβικό σπίτι και να παίρνει όλο το φαγητό που ήθελε. Έτσι, με τη χρήση του χοιρινού, οι Μουσουλμάνοι αδυνατούσαν να παίρνουν το φαγητό). Το αλκοόλ επίσης χρησιμοποιείται πάρα πολύ. Το εθνικό ποτό είναι κυρίως ρακί από δαμάσκηνα και βραστό κόκκινο κρασί με μέλι. Υπάρχει ολοκληρωμένο πιάτο με Χριστουγεννιάτικα εδέσματα (γλυκά, φαγητά, ψωμί, ποτά, κτλ.). Το πιο ενδιαφέρον είναι η προετοιμασία του Χριστουγεννιάτικου ψωμιού.

CesnicaΟι οικογένειες ψήνουν ένα ειδικό ψωμί, γνωστό ως chesnica , για τα Χριστούγεννα, τοποθετώντας στη ζύμη ένα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα ως δώρο προς το Χριστό. Κάθε μέλος της οικογένειας λαμβάνει μια φέτα.

Το ψωμί φτιάχνεται με νερό, που μαζεύτηκε από την πηγή την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας, και από καθαρό αλεύρι. Το ψωμί πρέπει να παρασκευαστεί στο σπίτι, και δεν πρέπει να αγοραστεί. Μέσα στο ψωμί τοποθετούνται ασημένια ή χρυσά νομίσματα, βασιλικός, καλαμπόκι, κομμάτια από το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο και μερικά άλλα πράγματα. Το πρωί των Χριστουγέννων, μετά τη Λειτουργία, και μετά από έξι εβδομάδες Νηστείας, οι Σέρβοι έχουν το Χριστουγεννιάτικο πρωινό τους.

Συνήθως, το πρωινό τους είναι στις 8 το πρωί, επειδή η Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία ξεκινάει στις 3 το πρωί. Ολόκληρη η οικογένεια μαζεύεται και κόβουν το Χριστουγεννιάτικο ψωμί σε ίσα μέρη, ενώ ταυτόχρονα ψάλλουν το απολυτίκιο των Χριστουγέννων. Το όνομα του ψωμιού, είναι «καστνίκα», το οποίο σημαίνει σε ίσα μέρη. Ενώ παίρνουν το πρωινό και τρώγοντας το ψωμί βρίσκουν τα κρυμμένα κομμάτια μέσα σε αυτό. Όποιος βρει τα κέρματα είναι ο τυχερός νικητής, και σημαίνει, στην λαϊκή παράδοση, ότι αυτός ή αυτή θα γίνει πλούσιος και θα έχει ευημερία για ολόκληρο τον χρόνο. Αυτός που θα βρει τον βασιλικό θα είναι υγιής, αυτός που θα βρει το καλαμπόκι θα τρέφει τα ζώα, το ξύλο θα πηγαίνει για νερό κτλ. Πολλές περιοχές τοποθετούν διαφορετικά πράγματα μέσα στο Χριστουγεννιάτικο ψωμί, και βέβαια ερμηνεύουν διαφορετικά αυτά τα πράγματα. Το απόγευμα ξεκινούν να επισκέπτονται ο ένας τον άλλο. Ο άνθρωπος που θα μπει πρώτος σε ένα σπίτι, θα κατέχει μία ειδική θέση όλο το χρόνο, θα λαμβάνει δώρα, και συνήθως είναι μία πολύ τιμητική θέση.

Στην κυριώνυμο ημέρα των Χριστουγέννων, οι Σέρβοι δεν χρησιμοποιούν τους συνηθισμένους χαιρετισμούς, όπως Καλημέρα· αλλά ειδικούς για την γιορτή. Παραδείγματος χάριν, όπως συμβαίνει την περίοδο του Πάσχα (Χριστός Ανέστη, Αληθώς Ανέστη), έτσι, και τα Χριστούγεννα λένε «Χριστός εγεννήθη» και η απάντηση είναι «Πραγματικά (Αληθώς ) εγεννήθη». Αυτό τον χαιρετισμό τον χρησιμοποιούν μέχρι τη γιορτή των Θεοφανείων, όπου αλλάζει και, αντί αυτού, λένε «ο Θεός εφάνη» και η απάντηση είναι «Αληθώς ο Θεός εφάνη». Τα Χριστούγεννα επίσημα γιορτάζονται τρεις μέρες, αλλά οι άνθρωποι τιμούν τα Χριστούγεννα μέχρι το Νέο Έτος.

<h2>Δεύτερη και τρίτη μέρα εορτασμού των Χριστουγέννων στη Σερβία</h2>

Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και οι πιστοί της γιορτάζουν 8 Ιανουαρίου, τη 2η μέρα των Χριστουγέννων – δηλ. τη Σύναξη της Παναγίας Θεοτόκου, την οποία οι πιστοί αφιερώνουν στη Θεομήτορα, μια μέρα μετά τη γιορτή των Χριστουγέννων, σαν έκγραση ευγνωμοσύνηε που η ίδια γέννησε τον Ιησού Χριστό, τον Σωτήρα όλων των ανθρώπων.

Άλλωστε, η Σύναξη της Παναγίας Θεοτόκου αποτελεί την παλιότερη γιορτή αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο και θεσπίστηκε στον 4ο αιώνα. Ονομάζεται «Σύναξη» επειδή την ίδια μέρα οι πιστοί συγκεντρώνονται μέσα στην εκκλησία και παρακολουθούν Θεία Λειτουργία αφιερωμένη στη Θεομήτορα. Η εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου με τον Χριστό στην αγκαλιά παραμένει για πάντα η σημαντικότερη και η πιο χαρμόσυνη εικόα της χριστιανικής πίστης, ελπίδας και αγάπης

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Σέρβοι πιστοί γιορτάζουν Χριστούγεννα τρεις μέρες. Την 3η μέρα τιμούν το όνομα του Αγίου αρχιδιακόνος και πρωτομάρτυρα Στέφανου, που αποτελεί γιορτή του σπιτιού πολλών σερβικών οικογενειών.

Ο αρχιδιακόνος Στέφανος ήταν πρώτος από τους επτά διακόνους τους οποίους χειροθέτησαν οι άγιοι απόστολοι και τον διόρισαν να βοηθήσει τη διακονία γύρω από τους φτωχούς της Ιερουσαλήμ. Άλλωστε, ο Άγιος Στέφανος ήταν προστάτης της σερβικής βασιλικής δυναστείας των Νεμάνια, και, επίσης, ήταν προστάτης κάθε Σέρβου δεσπότη από τη δυνάστεια των Νεμάνια. Ο Σέρβος βασιλιάς Μιλούτιν αφιέρωσε στον Άγιο Στέφανο την εκκλησία στο Μοναστήρι Banjska, στην οποία και ενταφιάστηκε, και, επίσης, οι μετέπειτα Σέρβοι βασιλιάδες αφιέρωναν στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο πολλές εκκλησίες ή ακόμα και ολόκληρες πόλεις.

Εκτός από το μοναστήρι Banjska, στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο είναι αφιερωμένο το μοναστήρι Morača, η εκκλησία Lazarica, τα μοναστήρια Lipovac και Lepenac, το μοναστήρι Slanci, που αποτελεί μετόχι της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου, στον Άθω, και πολλά άλλα μοναστήρια.