Οἱ Ἅγιοι 38 Ἀββάδες οἱ ἐν τῷ ὄρει Σινᾷ ἀναιρεθέντες
Ἡ ἱερότητα τοῦ ὄρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νὰ ἑλκύσει ψυχὲς Ὁσίων καὶ Ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζητοῦσαν τὴν ἐλεύθερη λατρεία, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους. Ὁ τόπος ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. Ἐπιπλέον δὲ οἱ ἐντυπώσεις ποὺ ἔρχονταν στὸ νοῦ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὸ ὄρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου καὶ τὴν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Θεό.

Ἐπειδὴ τότε δὲν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητὲς χρησιμοποιοῦσαν ὡς κελιά τους, σπήλαια ἢ καλύβες, τὶς ὁποῖες ἔκτιζαν σὲ μικρὴ ἀπόσταση τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς Βλέμμυες, βάρβαρο λαὸ ποὺ κατοικοῦσε σὲ ὅλη τὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Ἀραβία μέχρι τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ ἄρχισε τὶς ἐπιδρομὲς τὸ 373 μ.Χ.

Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300 – 311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καὶ ἄλλοι Ὅσιοι Πατέρες ποὺ ἡσύχαζαν στὸ ὄρος Σινᾶ. Συγκεκριμένα, στὸ ὄρος Σινᾶ κατοικοῦσαν καὶ Σαρακηνοί. Αὐτοί, ὅταν πέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καὶ σκότωσαν πολλοὺς ἀσκητές. Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς διέφυγαν τὸ θάνατο κατέφυγαν σὲ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατὰ θεία πρόνοια, φάνηκε τὴν νύχτα στοὺς Σαρακηνοὺς μία φλόγα ποὺ κατάκαιγε ὅλο τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἔφθανε ὡς τὸν οὐρανό. Μόλις εἶδαν τὴν φλόγα αὐτὴ οἱ Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τὰ ὅπλα τους καὶ ἔφυγαν.

Οἱ Ἀσκητὲς ποὺ ἐφονεύθησαν ἦταν τριάντα ὀκτὼ καὶ εἶχαν διάφορες πληγὲς στὰ σώματά τους. Ἄλλων δηλαδὴ εἶχαν ἀποκοπεῖ οἱ κεφαλές, ἐνῶ ἄλλων μόλις κρατοῦνταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ τμῆμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οἱ βάρβαροί τους ἔκοψαν στὴ μέση καὶ χώρισαν τὰ σώματά τους σὲ δυὸ μέρη.
Ἀπὸ τὰ φονικὰ σπαθιὰ διεσώθησαν δύο Ἅγιοι, ὁ Σάββας καὶ ὁ Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι καὶ ἔθαψαν τοὺς φονευθέντες καὶ διηγήθηκαν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.



Οἱ Ἅγιοι 33 Πατέρες Ἀββάδες οἱ ἐν τῇ Ραϊθῷ ἀναιρεθέντες

Ἕως δύο μέρες μακριὰ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος Ραϊθώ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοὶ Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητές. Αὐτοὶ οἱ μακαριστοὶ Πατέρες διένυαν τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα ἐκεῖ ποὺ εἶναι οἱ δώδεκα πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ ἑβδομήντα στέλεχοι τῶν φοινίκων. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ πραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρὸς τὸ ἀσκητικό τους ἔργο καὶ τὴ μεγάλη ἐντολὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀλλοεθνής. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν Πατέρων στὸ Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ραϊθώ.

Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Φαρανιτῶν καὶ πῆγαν στὸ Κάστρο, ὅπου εἶχαν τὴν ἐκκλησία τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τοὺς βαρβάρους, ἔκλεισαν τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ περίμεναν τὸν θάνατο. Ὁ προεστὸς τῆς μονῆς, Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρῶν, θύμισε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ βασιλεία Του καὶ ὅτι ὑπὲρ αὐτῆς ἦσαν ἡ προσευχή τους, ἡ μελέτη τους, οἱ πόθοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ τώρα παρουσιάζεται λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ αἷμά τους ὑπὲρ τοῦ Κυρίου καὶ μισθαποδότου τους. Τοὺς παρακίνησε δέ, νὰ εὐχηθοῦν ὑπὲρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικὰ δυστυχεῖς καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ θυσία αὐτὴ θὰ συντελέσει στὴν αὔξηση τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες ἐπικρότησαν τὰ λόγια αὐτὰ καὶ προσευχήθηκαν. Οἱ Βλέμμυες τότε, ἔσπασαν τὴν πόρτα, εἰσῆλθαν μέσα καὶ ἔσπειραν τὸν θάνατο κατὰ διαφόρους τρόπους.
Τὶς σφαγὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀμμώνιος μοναχὸς στὴ Διήγησή του, καθὼς καὶ ὁ Ἀναστάσιος μοναχὸς ὁ Σιναΐτης κατὰ τὸν 7ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀρχικὰ ἡ μνήμη τους ἑορταζόταν στὶς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζεται σήμερα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.




Back

PayPal