Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μάλχος, ἔκανε παρακοὴ στὸν Γέροντά του καὶ ξεκίνησε χωρὶς νὰ λάβει εὐλογία γιὰ τὴν γενέτειρά του, τὴ Μαρώνεια τῆς Συρίας, προκειμένου νὰ τακτοποιήσει τὰ κληρονομικὰ θέματα τῆς οἰκογένειάς του, μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του. Κατὰ τὸ ταξίδι, τὸν συνέλαβαν οἱ Σαρακηνοὶ καὶ μαζὶ μὲ μία γυναῖκα τοὺς πούλησαν σὲ ἕναν Αἰθίοπα. Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς Μάλχος ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ὑπηρέτη. Καὶ ὁ κύριός του, γιὰ νὰ τὸν ἀνταμείψει, τοῦ πρότεινε νὰ νυμφευθεῖ ὡς σύζυγό του τὴν συναιχμάλωτή του γυναῖκα. Ὁ Μάλχος τοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μοναχὸς καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ νυμφευθεῖ. Ὁ Αἰθίοπας, ὅμως, τὸν ἀπείλησε καὶ ἔτσι ὁ μοναχὸς ἔκανε εἰκονικὸ γάμο μὲ τὴν γυναῖκα αὐτή.

Κάποια νύχτα ὁ Μάλχος δραπέτευσε μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Ὁ κύριός του τὸ ἀντιλήφθηκε καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς κυνηγᾷ μὲ ἕναν ὑπηρέτη. Τότε ἐκεῖνοι κρύφθηκαν μέσα σὲ μία σπηλιά, ποὺ ἦταν γεμάτη ἄγρια θηρία. Ὁ Μάλχος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τὰ ἄγρια ζῷα δὲν τοὺς πείραξαν καθόλου. Μόλις, ὅμως, μπῆκε στὴν σπηλιὰ ὁ Αἰθίοπας μὲ τὸν ὑπηρέτη του, μία λέαινα ὅρμησε καὶ τοὺς κατασπάραξε. Τότε ὁ Μάλχος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ ἐπέστρεψε στὸν Γέροντά του, ἀναλογιζόμενος σὲ πόσες περιπέτειες τὸν ὁδήγησε ἡ παρακοή, ἐνῷ ἡ γυναῖκα κατέφυγε σὲ γυναικεῖο μοναστῆρι.




Back

PayPal